Ερχόμαστε σε έναν κόσμο που είναι ήδη κατασκευασμένος με συγκεκριμένο τρόπο. Τα πάντα είναι προκαθορισμένα, έχουν ονομαστεί και όλα όσα συνθέτουν τη λεγόμενη πραγματικότητα είναι ήδη εκεί. Αποτελούν την βάση πάνω στην οποία δημιουργούμε τη ψυχική μας δομή, περισσότερο ή λιγότερο σταθερή, και μαθαίνουμε να ζούμε με κάποιο τρόπο.
Τι γίνεται όμως στην περίπτωση που αυτό δεν είναι αρκετό ή, ακόμη χειρότερα, όταν δεν λειτουργεί; Τι, στην πραγματικότητα, σημαίνει ότι κάτι δεν λειτουργεί; Ο κόσμος, ο οποίος άλλωστε ήταν πάντα εδώ, ή μήπως κάτι δεν πάει καλά με μένα;
Είναι καλό που προκύπτουν τέτοιου είδους ερωτήματα και μαζί μ’ αυτά η ανάγκη να ορίσει κανείς τον εαυτό του ως υποκείμενο. Στον έτοιμο κόσμο, της λεγόμενης μοναδικής αλήθειας, κοινής για όλους, μια οντότητα που δημιουργήθηκε καθ’ εικόνα κάποιου άλλου, εξυπηρετεί τον σκοπό αυτός ο κόσμος να λειτουργεί. Το υποκείμενο όχι απαραίτητα.
Παρά την εξέλιξη της επιστήμης (και της φαρμακολογίας), ο άνθρωπος δεν μπορεί να έρθει εύκολα σε επαφή με τον εαυτό του.
Όπως γράφει η Elisabeth Roudinesco: “Μπορούν τα φάρμακα να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τον ψυχικό πόνο; Μπορούμε να ιατρέψουμε την νεύρωση με χάπια; Ο θάνατος, το πάθος, η σεξουαλικότητα, το ασυνείδητο και οι σχέσεις με τους άλλους διαμορφώνουν την υποκειμενικότητα του κάθε ατόμου”.
Σύμφωνα με τον Κορνήλιο Καστοριάδη, “πρέπει να δημιουργήσουμε μια στοχαστική και αποφασιστική υποκειμενικότητα και να απελευθερώσουμε τις δημιουργικές ικανότητες που κρύβονται στη βάση της φαντασίας μας”.
Μπορούμε να το πετύχουμε μέσω της ψυχανάλυσης. Η ψυχανάλυση είναι η επιστροφή στον εαυτό. Με τον ελεύθερο συνειρμό μπορούμε να προσεγγίσουμε το αποθυμένο στο ασυνείδητο, να το φέρουμε στη συνείδηση και στη συνέχεια να το ξεχάσουμε. Πρέπει όμως να μίλησουμε.
«Το ασυνείδητο είναι ένα κεφάλαιο στην ιστορία μου, το οποίο σημειώνεται με κενό ή σκεπάζεται από ψέμα. Όμως η αλήθεια μπορεί να αποκαλυφθεί, τις περισσότερες φορές είναι ήδη γραμμένη σε άλλο σημείο»
Jacques Lacan